ἐσθίει

ἐσθίει
ест
едят

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ἐσθίει" в других словарях:

  • ἐσθίει — ἐσθίω eat pres ind mp 2nd sg ἐσθίω eat pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύων τεύτλα οὐκ ἐσθίει. — См. Любит как собака палку …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Minuscule 545 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 545 T …   Wikipedia

  • любит как собака палку(редьку) — Тошней, чем собаке редька. Люб, что свекровин кулак. Ср. Ούτω σέ άγαπώ, ώς ό κύων τό κρόμμυον. Так тебя люблю, как собака лук. Ср. Planud. 40. Ср. Κύων τεύτλα ούκ έσθίει. Собака свеклы не ест. Apost. 10, 30а; 13, 23 …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Любит как собака палку — Любитъ какъ собака палку (рѣдьку). Тошнѣй, чѣмъ собакѣ рѣдька. Любъ, что свекровинъ кулакъ. Ср. Οὕτω σέ ἀγαπῶ, ὡς ὁ νύων τὸ κρόμμυον. Пер. Такъ тебя люблю, какъ собака лукъ. Ср. Planud. 40. Ср. Κύων τεύτλα οὐκ ἐσθίει. Пер. Собака свеклы не ѣстъ.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • εσθίω — ἐσθίω (AM) τρώγω αρχ. 1. (για θηρία) καταβροχθίζω 2. (για φωτιά και διαβρωτική νόσο) κατατρώγω («πάντας πῡρ ἐσθίει», Αισχύλ. «ἔλκεα ἐσθιόμενα», Ιπποκρ.) 3. φθείρω, στενοχωρώ («ἐσθίειν ἑαυτόν» στενοχωρεί τον εαυτό του) 4. βάζω μέσα στο στόμα μου… …   Dictionary of Greek

  • μαδάλλει — ή μαγδάλλει (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τίλλει, ἐσθίει». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το θ. τού μαδώ*. Κατ άλλη άποψη, ο τ. με τη σπάνια μορφή μαγδάλλει συνδέεται με το θ. τού μάσσω* (πρβλ. ἀπομαγδαλιά)] …   Dictionary of Greek

  • τένδω — και αττ. τ. τένθω Α ροκανίζω («τένδει ἐσθίει ἤ λιχνεύει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Αν δεχθεί κανείς για το ρ. τη σημ. «κόβω, ροκανίζω», είναι δυνατόν να τό συνδέσει με το λατ. tondeo «κόβω, τέμνω, κλαδεύω» (πρβλ. σπένδω:… …   Dictionary of Greek

  • τραχήλια — τά, Α [τράχηλος] 1. τεμάχια κρεάτων και χόνδρων γύρω από τον τράχηλο, τα οποία πετούσαν μαζί με τα υπόλοιπα άχρηστα κομμάτια («καὶ τραχήλι ἐσθίει καὶ τὰς ἀκάνθας», Αριστοφ.) 2. (γενικά) υπολείμματα, αποφάγια, απορρίμματα …   Dictionary of Greek

  • φαγέδαινα — η, ΝΑ ιατρ. ελκώδης διαβρωτική εξεργασία μσν. νόσος τών μελισσών αρχ. 1. καρκινωτικό έλκος, καρκινοειδής πληγή («φαγέδαινα ἥ μου σαρκὸς ἐσθίει ποδός», Αισχύλ.) 2. ακόρεστη πείνα, αδηφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • ψιχίο — το / ψιχίον, ΝΜΑ [ψίξ, ψιχός] ψίχουλο («τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. στον πληθ. τα ψιχία μτφ. μικρός αριθμός, ελάχιστη ποσότητα («οι άλλοι πήραν την χοντρή μπάζα κι αυτός μόνον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»